- δηλητηριάζομαι
- δηλητηριάζομαι, δηλητηριάστηκα, δηλητηριασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κωνειάζομαι — (Α) [κώνειον] 1. δηλητηριάζομαι με κώνειο («προσέταττεν... ὁ νόμος τοὺς ὑπὲρ ἑξήκοντα ἔτη γεγονότας κωνειάζεσθαι», Στράβ.) 2. (το θηλ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Κωνειαζόμεναι τίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρου … Dictionary of Greek